-
1 прекращение
η παύση, η κατάπαυση, το σταμάτημα- подачи (воды энергии) η διακοπή παροχής (του νερού, της ενέργειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прекращение
-
2 купеческий
επ.εμπορικός, του έμπορα ή του εμπορίου•купеческий капитал εμπορικό κεφάλαιο•
-ое сословие το κοινωνικό στρώμα των εμπόρων•
-ие привычки εμπορικές συνήθειες.
-
3 торгашество
-а ουδ.1. εμπόριο•мелкое το μικρεμπόριο.
2. το κυνήγημα του εμπορίου, του εμπορικού κέρδους• το παζάρεμα. -
4 парафин
η παραφίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парафин
-
5 развитие
1. (усиление, укрепление, увеличение) η ανάπτυξ/ηэмбриональное - мед. εμβριακή -эмбриональное биол. - εμβριακή -2. (процесс перехода из одного состояния в другое, более совершенное) η εξέλιξη, η πρόοδος 3. (степень чего-л.) η εξέλιξη, το επίπεδοобщественное - κοινωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развитие
-
6 свинец
хим. (РЬ) о μόλυβδ/ος, το μολύβιгубчатый - σπογγώδης -, πορώδης -чушковый - σε χελώνες/ρά-βδουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свинец
-
7 стимулирование
(поддержка, поощрение) η προώθηση, η ενίσχυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стимулирование
-
8 финансирование
η χρηματοδότησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > финансирование
-
9 коммерческий
επ.εμπορικός, του εμπορίου•-ое предприятие εμπορική επιχείρηση.
εκφρ.коммерческий банк – εμπορική τράπεζα•- ое училище – μέση εμπορική σχολή. -
10 отпускной
επ.1. της άδειας•-бе время ο χρόνος της άδειας•
-ые деньги τα χρήματα της άδειας•
-бе свидетельство το φύλλο άδειας.
2. ουσ. πλθ. -ые τα χρήματα της άδειας.3. παλ. αδειούχος.4. (για τιμές) του εμπορίου της παραγωγής•-йе цены на товары εργοστασιακές τιμές εμπορευμάτων.
-
11 рациональный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. ορθολογιστικός.2. ορθολογικός•-ое использование рабочей силы ορθολογική χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης•
-ая организация торговли ορθολογική οργάνωση του εμπορίου.
3. (μαθ.) -ое число αλγεβρικός αριθμός. -
12 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
13 внешнеторговый
επ.του εξωτερικού εμπορίου. -
14 свобода
-ы θ.1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•
борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•
свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•
относительная -σχετική ελευθερία•
ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•
любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•
свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•
свобода печати ελευθερία τύπου•
предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•
свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•
демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•
выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•
лишить -у στερώ της ελευθερίας•
свобода торговли ελευθερία εμπορίου•
свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.
|| απελευθέρωση.2. ευκολία•отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.
3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.εκφρ.свобода рук – ελευθερία δράσης•на -е – στον ελεύθερο χρόνο•дать -у – βλ. στη λ. воля.
См. также в других словарях:
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Χάινιτς, Φρίντριχ - Άντον βαρόνος του- — (Heinitz, 1725 – 1802). Γερμανός μεταλλειολόγος και οικονομολόγος. Σπούδασε στη Δρέσδη και στο Φρίμπουργκ και μετά το τέλος των σπουδών του αρχικά εργάστηκε σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1763 διορίστηκε γενικός διευθυντής των μεταλλουργικών… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek